- απλοχεριά
- απλοχεριά, η και απλόχερο, το και πλόχερο, τοόσο χωράει η παλάμη του χεριού, φουχτιά: Έριξε μερικά απλόχερα καλαμπόκι στις κότες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απλοχεριά — η 1. η γενναιοδωρία 2. όσο χωράει στη χούφτα («μια απλοχεριά αλεύρι») 3. η τάση κάποιου να κλέβει … Dictionary of Greek
αβερτοσύνη — η [αβέρτος] 1. ειλικρίνεια, ανυστεροβουλία 2. ευπροσηγορία, προθυμία 3. απλοχεριά, κουβαρντοσύνη … Dictionary of Greek
απλότητα — (Φιλοσ.).Φιλοσοφικός όρος, που δηλώνει την προσπάθεια της ανθρώπινης γνώσης να φτάσει στις πρώτες αρχές, που υποτίθεται ότι είναι απλές. Την αρχή της α. χρησιμοποίησε ο Κέπλερ (η φύση αγαπά την α.) και την α. της μονάδας δίδαξε ο Λάιμπνιτς. Κατά… … Dictionary of Greek
αφειδία — η (AM ἀφειδία) [αφειδής] έλλειψη φειδούς, αφθονία, απλοχεριά (αρχ.μσν.) η σκληραγωγία (του σώματος) μσν. η υπερβολή, η έλλειψη λιτότητας … Dictionary of Greek
γενναιοδωρία — η [γενναιόδωρος] η άφθονη παροχή δώρων, απλοχεριά … Dictionary of Greek
γενναιότητα — η (AM γενναιότης) [γενναίος] μεγαλοφροσύνη, ανδρεία νεοελλ. γενναιοδωρία, απλοχεριά αρχ. 1. ευγενική καταγωγή, ευγένεια 2. (για τη γη) ευφορία … Dictionary of Greek
ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek
καταχεριά — η χτύπημα με ανοιχτό χέρι, μπάτσος, χαστούκι, ράπισμα, καρπαζιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χεριά (< χεριά < χερ έα < χέρ ιον < χείρ), πρβλ. απλοχεριά, σφιχτο χεριά] … Dictionary of Greek
κουβαρντάς — και κουβαρδάς και χουβαρδάς, ο 1. αυτός που ξοδεύει με απλοχεριά για τους άλλους, γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, γαλαντόμος 2. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντζές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hovarda] … Dictionary of Greek
κουβαρνταλίκι — και κουβαρδαλίκι και χουβαρνταλίκι, το απλοχεριά, γενναιοδωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hovarda lik] … Dictionary of Greek